Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηχανοστάσιο τα μηχανοστάσια
      γενική του μηχανοστασίου
μηχανοστάσιου
των μηχανοστασίων
    αιτιατική το μηχανοστάσιο τα μηχανοστάσια
     κλητική μηχανοστάσιο μηχανοστάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηχανοστάσιο < μηχανή + -στάσιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηχανοστάσιο ουδέτερο

  1. (τεχνολογία), (μηχανολογία): ο χώρος (κτήριο ή άλλη εγκατάσταση) όπου είναι εγκατεστημένες οι κύριες μηχανές ενός εργοστασίου, κ.λπ.
  2. (σιδηροδρομικός όρος): ο χώρος στάθμευσης - συντήρησης - επισκευής των μηχανών έλξης ή άλλων των τροχιοδρομικών ή σιδηροδρομικών οχημάτων.
  3. (ναυτικός όρος): το διαμέρισμα όπου είναι εγκατεστημένες οι μηχανές ενός πλοίου.
ο καπετάνιος κατέβηκε στο μηχανοστάσιο μαζί με τον πρώτο μηχανικό.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία