μηχανοστάσιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμηχανοστάσιο ουδέτερο
- (τεχνολογία), (μηχανολογία): ο χώρος (κτήριο ή άλλη εγκατάσταση) όπου είναι εγκατεστημένες οι κύριες μηχανές ενός εργοστασίου, κ.λπ.
- (σιδηροδρομικός όρος): ο χώρος στάθμευσης - συντήρησης - επισκευής των μηχανών έλξης ή άλλων των τροχιοδρομικών ή σιδηροδρομικών οχημάτων.
- (ναυτικός όρος): το διαμέρισμα όπου είναι εγκατεστημένες οι μηχανές ενός πλοίου.
- ο καπετάνιος κατέβηκε στο μηχανοστάσιο μαζί με τον πρώτο μηχανικό.