κράτησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
κρᾰτησῐ-, κρᾰτησε- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | κράτησῐς | αἱ | κρατήσεις | ||||
γενική | τῆς | κρατήσεως | τῶν | κρατήσεων | ||||
δοτική | τῇ | κρατήσει | ταῖς | κρατήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κράτησῐν | τὰς | κρατήσεις | ||||
κλητική ὦ! | κράτησῐ | κρατήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρατήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κρατησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κράτησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κρατέω / κρατῶ, κρατη- + -σις (-γσις)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρᾰ́τησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- επικράτηση, δύναμη, ισχύς
- κτήση
- εξουσία, κυριαρχία
- (πολιτική) άνοδος σε αυτοκρατορικό θρόνο
- (ιατρική) κατακράτηση
- σταθεροποίηση
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- κράτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.