ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κρᾰτησῐ-, κρᾰτησε-
ονομαστική κράτησῐς αἱ κρατήσεις
      γενική τῆς κρατήσεως τῶν κρατήσεων
      δοτική τῇ κρατήσει ταῖς κρατήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κράτησῐν τὰς κρατήσεις
     κλητική ! κράτησῐ κρατήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρατήσει
γεν-δοτ τοῖν  κρατησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κράτησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κρατέω / κρατῶ, κρατη- + -σις (-γσις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρᾰ́τησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. επικράτηση, δύναμη, ισχύς
  2. κτήση
  3. εξουσία, κυριαρχία
  4. (πολιτική) άνοδος σε αυτοκρατορικό θρόνο
  5. (ιατρική) κατακράτηση
  6. σταθεροποίηση

Συγγενικά

επεξεργασία