Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾaˈti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρα‐τή‐σει
τονικό παρώνυμο: κράτηση

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κρατήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κρατώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρατώ
  3. θα κρατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρατώ