συγκράτησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συγκράτησῐς | αἱ | συγκρατήσεις | ||||
γενική | τῆς | συγκρατήσεως | τῶν | συγκρατήσεων | ||||
δοτική | τῇ | συγκρατήσει | ταῖς | συγκρατήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συγκράτησῐν | τὰς | συγκρατήσεις | ||||
κλητική ὦ! | συγκράτησῐ | συγκρατήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συγκρατήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συγκρατησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συγκράτησις (ελληνιστική κοινή) < συγκρατέω / συγκρατῶ, συγκράτη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε συγ- + κράτησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκράτησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- συγκράτηση, σύλληψη (όπως του σπέρματος)
Πηγές
επεξεργασία- συγκράτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.