Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταϊλανδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταϊλανδικ
ός
η
ταϊλανδικ
ή
το
ταϊλανδικ
ό
γενική
του
ταϊλανδικ
ού
της
ταϊλανδικ
ής
του
ταϊλανδικ
ού
αιτιατική
τον
ταϊλανδικ
ό
την
ταϊλανδικ
ή
το
ταϊλανδικ
ό
κλητική
ταϊλανδικ
έ
ταϊλανδικ
ή
ταϊλανδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταϊλανδικ
οί
οι
ταϊλανδικ
ές
τα
ταϊλανδικ
ά
γενική
των
ταϊλανδικ
ών
των
ταϊλανδικ
ών
των
ταϊλανδικ
ών
αιτιατική
τους
ταϊλανδικ
ούς
τις
ταϊλανδικ
ές
τα
ταϊλανδικ
ά
κλητική
ταϊλανδικ
οί
ταϊλανδικ
ές
ταϊλανδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταϊλανδικός
<
Ταϊλάνδ(η)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ταϊλανδικός, -ή, -ό
,
ο σχετικός με την
Ταϊλάνδη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταϊλανδικός
αγγλικά
:
Thai
(en)
αλβανικά
:
tajlandez
(sq)
βουλγαρικά
:
тайски
(bg)
,
тайландски
(bg)
γαλλικά
:
thaïlandais
(fr)
γερμανικά
:
thailändisch
(de)
δανικά
:
thailandsk
(da)
εσθονικά
:
tai
(et)
εσπεράντο
:
tajlanda
(eo)
ισπανικά
:
tailandés
(es)
ιταλικά
:
tailandese
(it)
καταλανικά
:
tailandès
(ca)
νορβηγικά
:
thailandsk
(no)
ολλανδικά
:
Thais
(nl)
ουγγρικά
:
thai
(hu)
πολωνικά
:
tajski
(pl)
πορτογαλικά
:
tailandês
(pt)
ρουμανικά
:
thailandez
(ro)
ρωσικά
:
тайский
(ru)
,
таиландский
(ru)
σλοβακικά
:
thajský
(sk)
σλοβενικά
:
tajski
(sl)
σουηδικά
:
thailändsk
(sv)
τσεχικά
:
thajský
(cs)
φινλανδικά
:
thaimaalainen
(fi)