ταϊλανδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ταϊλανδικός < Ταϊλάνδ(η) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ταϊλανδικός, -ή, -ό,
- ο σχετικός με την Ταϊλάνδη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταϊλανδικός