Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατατόπιτα οι πατατόπιτες
      γενική της πατατόπιτας των (πατατοπιτών)
    αιτιατική την πατατόπιτα τις πατατόπιτες
     κλητική πατατόπιτα πατατόπιτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ατομική πατατόπιτα

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατατόπιτα < πατάτ(α) + -ό- + πίτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατατόπιτα θηλυκό (γαστρονομία)

  1. σφολιάτα με γέμιση πατάτας
  2. πίτα με γέμιση βρασμένες πατάτες

  Μεταφράσεις επεξεργασία