πατατοπουρές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπατατοπουρές αρσενικό, πληθυντικός πατατοπουρέδες
- πουρές που γίνεται από πατάτες.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατατοπουρές
|
πατατοπουρές αρσενικό, πληθυντικός πατατοπουρέδες
|