↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πουρές οι πουρέδες
      γενική του πουρέ των πουρέδων
    αιτιατική τον πουρέ τους πουρέδες
     κλητική πουρέ πουρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πουρές από πατάτες.
 
Πουρέδες από διάφορα λαχανικά.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πουρές < (άμεσο δάνειο) ιταλική purè + κατά το γαλλικό purée [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /puˈɾes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: που‐ρές

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πουρές αρσενικό

  1. (γαστρονομία) πολτός που παρασκευάζεται από λιωμένες βραστές πατάτες, βούτυρο και γάλα
    άλλες μορφές: πουρέ (άκλιτο, ουδέτερο)
  2. (γενικότερα) πολτός που παρασκευάζεται από λιωμένα λαχανικά ή όσπρια

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πουρές

  Αναφορές

επεξεργασία