μηλοπουρές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μηλοπουρές αρσενικό
- (γαστρονομία): πουρές που παρασκευάζεται από βρασμένα και λιωμένα μήλα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηλοπουρές
|
μηλοπουρές αρσενικό
|