Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατατοκροκέτα οι πατατοκροκέτες
      γενική της πατατοκροκέτας των πατατοκροκετών
    αιτιατική την πατατοκροκέτα τις πατατοκροκέτες
     κλητική πατατοκροκέτα πατατοκροκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πατατοκροκέτες

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατατοκροκέτα < πατάτα + κροκέτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατατοκροκέτα θηλυκό, πληθυντικός πατατοκροκέτες

  • (γαστρονομία): βρασμένη λιωμένη πατάτα σε σχήμα και μέγεθος καρυδιού, ή κεφτέ, που σερβίρεται ψημένη

  Μεταφράσεις επεξεργασία