πάιγ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάιγ < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) γαλλική paille (άχυρο, καλαμάκι)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπάιγ άκλιτο
- (γαστρονομία) τρόπος κοπής φαγώσιμου σε σχήμα άχυρου, ή εξαιρετικά λεπτού ορθογώνιου σχήματος
- πατάτες πάιγ
Σημειώσεις
επεξεργασία- συνήθως γράφεται γαλλικά: paille