κομματάκια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.maˈta.ca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐μα‐τά‐κια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακομματάκια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κομματάκι
κομματάκια ουδέτερο