τιμωρητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τιμωρητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τιμωρητικός. Μορφολογικά, (τιμωρώ) τιμωρη- + -τικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ti.mo.ɾi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐μω‐ρη‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
τιμωρητικός, -ή, -ό
- που έχει την τάση να τιμωρεί, να εκδικείται
- ※ Μαζί με αυτή την «τιμωρητική» πρακτική, η οποία δεν διαχώρισε καν τους Κύπριους πολίτες-καταθέτες (όπως έκανε, σοφά, η Ισλανδία) από τους υπόλοιπους, ήρθαν και οι περιορισμοί στη μεταφορά κεφαλαίων. (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 31/3/2013)
- που αποσκοπεί στην τιμωρία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη τιμωρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
τιμωρητικός
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .