παιδευτήριον
Ετυμολογία
επεξεργασία- παιδευτήριον < ελληνιστική κοινή παιδευτήριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιδευτήριον ουδέτερο
- (εκπαίδευση)
- το σχολείο
- (μεταφορικά) σημαντικός διδάσκαλος
- μέσο διαπαιδαγώγησης
Πηγές
επεξεργασία- παιδευτήριον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | παιδευτήριον | τὰ | παιδευτήριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | παιδευτηρίου | τῶν | παιδευτηρίων | ||||
δοτική | τῷ | παιδευτηρίῳ | τοῖς | παιδευτηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | παιδευτήριον | τὰ | παιδευτήριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | παιδευτήριον | παιδευτήριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παιδευτηρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παιδευτηρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαιδευτήριον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (εκπαίδευση) το σχολείο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παιδεύω
Πηγές
επεξεργασία- παιδευτήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παιδευτήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.