Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
one-time
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
one-time
<
one
+
time
Επίθετο
επεξεργασία
one-time
(en)
(
μόνο πριν από το ουσιαστικό,
χωρίς παραθετικά
)
πρώην
⮡
Mr. A,
one-time
principal of the local school…
Ο κ. Α,
πρώην
διευθυντής του τοπικού σχολείου…
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
former
εφάπαξ
⮡
τhe
one-time
payment of the tax
η
εφάπαξ
πληρωμή του φόρου
≈
συνώνυμα
:
one-off
Πηγές
επεξεργασία
one-time
-
Oxford Learner's Dictionaries