Ετυμολογία

επεξεργασία
τέως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέως (κάποτε, μέχρι τώρα)

τέως άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Η λέξη πρώην χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε κατείχε στο παρελθόν μια ιδιότητα ή αξίωμα, ενώ η λέξη τέως χρησιμοποιείται γιʼ αυτόν που κατείχε την ιδιότητα ή το αξίωμα αμέσως πριν από τον σημερινό κάτοχο ή είναι ο τελευταίος που το κατείχε
      Ήταν όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί και ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Επίρρημα

επεξεργασία