Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

τέως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέως (κάποτε, μέχρι τώρα)

  Προφορά

ΔΦΑ : /ˈte.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τέ‐ως

  Επίθετο

τέως άκλιτο

Δείτε επίσης

Σημειώσεις

  • Η λέξη πρώην χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε κατείχε στο παρελθόν μια ιδιότητα ή αξίωμα, ενώ η λέξη τέως χρησιμοποιείται γιʼ αυτόν που κατείχε την ιδιότητα ή το αξίωμα αμέσως πριν από τον σημερινό κάτοχο ή είναι ο τελευταίος που το κατείχε
    Ήταν όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί και ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

  Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

  Ετυμολογία

τέως < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *teh₂wot

  Επίρρημα

τέως

  Πηγές