Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμορφωτικός η διαμορφωτική το διαμορφωτικό
      γενική του διαμορφωτικού της διαμορφωτικής του διαμορφωτικού
    αιτιατική τον διαμορφωτικό τη διαμορφωτική το διαμορφωτικό
     κλητική διαμορφωτικέ διαμορφωτική διαμορφωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμορφωτικοί οι διαμορφωτικές τα διαμορφωτικά
      γενική των διαμορφωτικών των διαμορφωτικών των διαμορφωτικών
    αιτιατική τους διαμορφωτικούς τις διαμορφωτικές τα διαμορφωτικά
     κλητική διαμορφωτικοί διαμορφωτικές διαμορφωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμορφωτικός < ελληνιστική κοινή διαμορφωτικός < διαμορφόω / διαμορφῶ < διά + μορφόω / μορφῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.moɾ.fo.tiˈkos/ & /ðʝa.moɾ.fo.tiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

διαμορφωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία