διαμορφωτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαμορφωτικά < διαμορφωτικ(ός) + -ά
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.moɾ.fo.tiˈka/ & /ðʝa.moɾ.fo.tiˈka/
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
διαμορφωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαμορφωτικό