ευπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ευπάθεια < αρχαία ελληνική εὐπάθεια < εὖ + πάσχω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ευπάθεια θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευπάθεια