Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευπάθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εὐπάθεια
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ευπάθει
α
οι
ευπάθει
ες
γενική
της
ευπάθει
ας
των
ευπαθει
ών
αιτιατική
την
ευπάθει
α
τις
ευπάθει
ες
κλητική
ευπάθει
α
ευπάθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευπάθεια
<
αρχαία ελληνική
εὐπάθεια
<
εὖ
+
πάσχω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ευπάθεια
θηλυκό
η
ιδιότητα
του
ευπαθούς
, το να είναι κάποιος
ευπαθής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευπάθεια
αγγλικά
:
susceptibility
(en)