• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ευπάθεια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : εὐπάθεια

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευπάθεια οι ευπάθειες
      γενική της ευπάθειας των ευπαθειών
    αιτιατική την ευπάθεια τις ευπάθειες
     κλητική ευπάθεια ευπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ευπάθεια < αρχαία ελληνική εὐπάθεια < εὖ + πάσχω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευπάθεια θηλυκό

  • η ιδιότητα του ευπαθούς, το να είναι κάποιος ευπαθής

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ευπάθεια
  • αγγλικά : susceptibility (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ευπάθεια&oldid=5474633"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 06:32

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 06:32.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας