Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁe.dis.pɔ.zi.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prédisposition prédispositions

prédisposition (fr) θηλυκό