βεβώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελλειπτική μετοχή: δε μαρτυρείται ουδέτερο | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βεβώς | ἡ | βεβῶσᾰ | τὸ | |
γενική | τοῦ | βεβῶτος | τῆς | βεβώσης | τοῦ | |
δοτική | τῷ | βεβῶτῐ | τῇ | βεβώσῃ | τῷ | |
αιτιατική | τὸν | βεβῶτᾰ | τὴν | βεβῶσᾰν | τὸ | |
κλητική ὦ! | βεβώς | βεβῶσᾰ | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | βεβῶτες | αἱ | βεβῶσαι | τὰ | |
γενική | τῶν | βεβώτων | τῶν | βεβωσῶν | τῶν | |
δοτική | τοῖς | βεβῶσῐ(ν) | ταῖς | βεβώσαις | τοῖς | |
αιτιατική | τοὺς | βεβῶτᾰς | τὰς | βεβώσᾱς | τὰ | |
κλητική ὦ! | βεβῶτες | βεβῶσαι | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βεβῶτε | τὼ | βεβώσᾱ | τὼ | |
γεν-δοτ | τοῖν | βεβώτοιν | τοῖν | βεβώσαιν | τοῖν | |
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τεθνεώς' όπως «τεθνεώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαβεβώς, βεβῶσα (ελλειπτική μετοχή)
- συνηρημένο του βεβαώς, βεβαυῖα, μετοχή ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος βαίνω (τύπου παρακειμένου που απαντά μόνο σε ορισμένους τύπους όπως βεβάασι) αντί του βεβηκώς, μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (βέβηκα) του ρήματος βαίνω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 996
- φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης.
- Να ξέρεις τώρα πως στης τύχης την κόψη επάνω περπατείς.
- Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek‑language.gr
- & → δείτε Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 690 (688-691)
- ναύταις γὰρ ἢν μὲν μέτριος ᾖ χειμὼν φέρειν, | προθυμίαν ἔχουσι σωθῆναι πόνων, | ὃ μὲν παρ᾽ οἴαχ᾽, ὃ δ᾽ ἐπὶ λαίφεσιν βεβώς, | ὃ δ᾽ ἄντλον εἴργων ναός·
- Σα βρει τους ναύτες μέτρια τρικυμία, | βάζουν τα δυνατά τους, να γλιτώσουν· | τρέχει άλλος στο τιμόνι, άλλος στα ξάρτια, | άλλος βγάζει νερά·
- Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr
- ναύταις γὰρ ἢν μὲν μέτριος ᾖ χειμὼν φέρειν, | προθυμίαν ἔχουσι σωθῆναι πόνων, | ὃ μὲν παρ᾽ οἴαχ᾽, ὃ δ᾽ ἐπὶ λαίφεσιν βεβώς, | ὃ δ᾽ ἄντλον εἴργων ναός·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 996
Πηγές
επεξεργασία- βαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu