ελλειπτική μετοχή: δε μαρτυρείται ουδέτερο
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βεβώς βεβῶσ τὸ      
      γενική τοῦ βεβῶτος τῆς βεβώσης τοῦ
      δοτική τῷ βεβῶτ τῇ βεβώσ τῷ
    αιτιατική τὸν βεβῶτ τὴν βεβῶσᾰν τὸ
     κλητική ! βεβώς βεβῶσ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βεβῶτες αἱ βεβῶσαι τὰ
      γενική τῶν βεβώτων τῶν βεβωσῶν τῶν
      δοτική τοῖς βεβῶσῐ(ν) ταῖς βεβώσαις τοῖς
    αιτιατική τοὺς βεβῶτᾰς τὰς βεβώσᾱς τὰ
     κλητική ! βεβῶτες βεβῶσαι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βεβῶτε τὼ βεβώσ τὼ
      γεν-δοτ τοῖν βεβώτοιν τοῖν βεβώσαιν τοῖν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τεθνεώς' όπως «τεθνεώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

βεβώς, βεβῶσα (ελλειπτική μετοχή)