Δείτε επίσης: ὀχεύω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οχεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀχεύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈçe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐χεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

οχεύω, αόρ.: όχευσα, παθ.φωνή: οχεύομαι, π.αόρ.: οχεύθηκα, μτχ.π.π.: οχευμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία