οχεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οχεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀχεύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈçe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐χεύ‐ω
Ρήμα επεξεργασία
οχεύω, αόρ.: όχευσα, παθ.φωνή: οχεύομαι, π.αόρ.: οχεύθηκα, μτχ.π.π.: οχευμένος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οχεύω
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .