pasaĝero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasaĝero | pasaĝeroj |
αιτιατική | pasaĝeron | pasaĝerojn |
pasaĝero (eo)
- ο επιβάτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasaĝero | pasaĝeroj |
αιτιατική | pasaĝeron | pasaĝerojn |
pasaĝero (eo)