aerostato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerostato | aerostatoj |
αιτιατική | aerostaton | aerostatojn |
aerostato (eo)
- το αερόστατο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerostato | aerostatoj |
αιτιατική | aerostaton | aerostatojn |
aerostato (eo)