Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καραβέλα οι καραβέλες
      γενική της καραβέλας των καραβελών
    αιτιατική την καραβέλα τις καραβέλες
     κλητική καραβέλα καραβέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραβέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική caravella < πορτογαλική caravela < υποκοριστικό του caravo < αρχαία ελληνική κάραβος (αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈve.la/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καραβέλα θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) μικρό πλοίο με τρία κατάρτια και συνήθως τριγωνικά πανιά, που χρησιμοποιούνταν για υπερατλαντικά ταξίδια στην αρχή της Εποχής των Ανακαλύψεων

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία