Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καραβίσιος η καραβίσια το καραβίσιο
      γενική του καραβίσιου της καραβίσιας του καραβίσιου
    αιτιατική τον καραβίσιο την καραβίσια το καραβίσιο
     κλητική καραβίσιε καραβίσια καραβίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καραβίσιοι οι καραβίσιες τα καραβίσια
      γενική των καραβίσιων των καραβίσιων των καραβίσιων
    αιτιατική τους καραβίσιους τις καραβίσιες τα καραβίσια
     κλητική καραβίσιοι καραβίσιες καραβίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραβίσιος < καράβι + -ίσιος

  Επίθετο επεξεργασία

καραβίσιος

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία