καραβοφάναρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καραβοφάναρο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): πλωτός φάρος, πλοίο που αγκυροβολεί σε ειδικά σημεία φέροντας στο κατάστρωμα φάρο
- (μεταφορικά) το πλοίο ή σκάφος που βρίσκεται ακινητοποιημένο από μπλακ-άουτ
- έμεινε καραβοφάναρο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καραβοφάναρο