↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαρόπλοιο τα φαρόπλοια
      γενική του φαρόπλοιου των φαρόπλοιων
    αιτιατική το φαρόπλοιο τα φαρόπλοια
     κλητική φαρόπλοιο φαρόπλοια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρόπλοιο < φάρος + πλοίο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαρόπλοιο ουδέτερο

  • βοηθητικό πλοίο που αγκυροβολεί σε συγκεκριμένα σημεία ειδικού ενδιαφέροντος για τους ναυτιλλομένους και λειτουργεί με τα φώτα του σας φάρος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία