Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καραβομαραγκός οι καραβομαραγκοί
      γενική του καραβομαραγκού των καραβομαραγκών
    αιτιατική τον καραβομαραγκό τους καραβομαραγκούς
     κλητική καραβομαραγκέ καραβομαραγκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραβομαραγκός < καράβ(ι) + -ο- + μαραγκός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾa.vo.ma.ɾaŋˈɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρα‐βο‐μα‐ρα‐γκός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καραβομαραγκός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία