καραβομαραγκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾa.vo.ma.ɾaŋˈɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐βο‐μα‐ρα‐γκός
Ουσιαστικό επεξεργασία
καραβομαραγκός αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καραβομαραγκός
|