παπόρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παπόρι | τα | παπόρια |
γενική | του | παποριού | των | παποριών |
αιτιατική | το | παπόρι | τα | παπόρια |
κλητική | παπόρι | παπόρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παπόρι < παραλλαγή του βαπόρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
παπόρι ουδέτερο
- το βαπόρι
- (οικείο) μεθυσμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
παπόρι
→ δείτε τις λέξεις βαπόρι και μεθυσμένος |