Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιοκάραβο τα παλιοκάραβα
      γενική του παλιοκάραβου των παλιοκάραβων
    αιτιατική το παλιοκάραβο τα παλιοκάραβα
     κλητική παλιοκάραβο παλιοκάραβα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιοκάραβο < παλιός + καράβι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιοκάραβο ουδέτερο

  • παλιό σκάφος σε κακή κατάσταση.
  • πλοίο που παρουσιάζει πολλαπλά προβλήματα.
  • κακοτάξιδο πλοίο

  Μεταφράσεις επεξεργασία