παλιοκάραβο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλιοκάραβο ουδέτερο
- παλιό σκάφος σε κακή κατάσταση.
- πλοίο που παρουσιάζει πολλαπλά προβλήματα.
- κακοτάξιδο πλοίο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλιοκάραβο
|
παλιοκάραβο ουδέτερο
|