πετροκάραβο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.tɾoˈka.ɾa.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τρο‐κά‐ρα‐βο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετροκάραβο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετροκάραβο
|