↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βραχονησίδα οι βραχονησίδες
      γενική της βραχονησίδας των βραχονησίδων
    αιτιατική τη βραχονησίδα τις βραχονησίδες
     κλητική βραχονησίδα βραχονησίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βραχονησίδα στον Σαρωνικό

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βραχονησίδα < βράχος + -ο- + νησίδα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɾa.xo.niˈsi.ða/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βραχονησίδα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία