καραβάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καραβάς | οι | καραβάδες |
γενική | του | καραβά | των | καραβάδων |
αιτιατική | τον | καραβά | τους | καραβάδες |
κλητική | καραβά | καραβάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈvas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐βάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαραβάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο, προφορικό, επάγγελμα) ο ναυπηγός
- ※ Αυτή η μικρή καστροπολιτεία από το 1833 μέχρι το 1900 που ξεκίνησε η κρίση της ιστιοφόρου ναυτιλίας, κτίστηκε και πλούτισε χάρη στα καράβια που έφτιαχναν στα ναυπηγεία της, γέμισε «καραβάδες» και... «κατραμόκωλους» όπως τόσο άρεσε στους κατοίκους των γύρω ορεινών χωριών να αποκαλούν περιπαικτικά τους Ελύμνιους. (Βάλυ Βαϊμάκη, Διακοπές Λίμνη Eυβοίας, εφημερίδα Τα Νέα, 11 Νοεμβρίου 2005)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καραβάς
→ δείτε τη λέξη ναυπηγός |