Δείτε επίσης: Ναυβάτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναυβάτης οι ναυβάτες
      γενική του ναυβάτη των ναυβατών
    αιτιατική τον ναυβάτη τους ναυβάτες
     κλητική ναυβάτη ναυβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναυβάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναυβάτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναυβάτης αρσενικό

  • (αρχαιοπρεπές) ο επιβάτης πλοίου, ναύτης
    ※  19ος/20ος αιώνας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα, Κεφάλαιο ΙΣΤ, (1903)
    Κάτω εἰς τὸ βάθος τὸ ἄπατον, μυστήριον καὶ σκότος σαλεῦον. Μία ποτὲ βάρκα, ὡς διηγοῦντο, εἰσπλεύσασα διὰ νὰ συλλέξη καραβίδας καὶ παγούρια, ἐνῶ εἰς τῶν ναυβατῶν εἶχεν ἀναρριχηθῆ εἰς τὸ τρομερὸν ὕψος τοῦ βράχου διὰ νὰ συλλέξη κρίταμα, ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς μίαν φώκην ζωντανὴν φράττουσαν ἀκριβῶς τὸ πλάτος τοῦ στομίου. Τὸ σκοτεινὸν ζῶον ἀνεταράσσετο, ἤσπαιρεν, ἡ μικρὰ σκάφη ἐπάλλετο, ἔτρεμε, καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑπάγη οὔτε ἐμπρὸς οὔτε ὀπίσω. Ὁ ναυβάτης ὁ ἐντὸς τῆς βάρκας ἐκτύπησε τὴν φώκην μ' ἕνα πέλεκυν, τὴν αἰμάτωσε, τὸ κύμα ἐκοκκίνησε ἐπ' ὀλίγον. Ἡ φώκη ἤσπαιρεν ἐν ἀγωνίᾳ.

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ναυβάτης οἱ ναυβάται
      γενική τοῦ ναυβάτου τῶν ναυβατῶν
δωρικός: ναυβατᾶν
      δοτική τῷ ναυβάτ τοῖς ναυβάταις
    αιτιατική τὸν ναυβάτην
δωρικός: ναυβάταν
τοὺς ναυβάτᾱς
     κλητική ! ναυβάτ ναυβάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυβάτ
γεν-δοτ τοῖν  ναυβάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναυβάτης < ναῦς + βαίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναυβάτης, -ου αρσενικό

  1. επιβάτης πλοίου, ναύτης
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 143.1
    οὔτε γὰρ Φοίνικες ἦσάν κω Περσέων κατήκοοι οὔτε αὐτοὶ οἱ Πέρσαι ναυβάται.
    γιατί ούτε οι Φοίνικες είχαν υποταγεί ακόμη στους Πέρσες, ούτε οι ίδιοι οι Πέρσες ήσαν ναυτικοί.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 44.1
    οἱ δ᾽ ἐς τὴν Ῥόδον ἐπικηρυκευομένων ἀπὸ τῶν δυνατωτάτων ἀνδρῶν τὴν γνώμην εἶχον πλεῖν, ἐλπίζοντες νῆσόν τε οὐκ ἀδύνατον καὶ ναυβατῶν πλήθει καὶ πεζῷ προσάξεσθαι,
    Οι ισχυρότεροι παράγοντες της Ρόδου έστειλαν κήρυκες στους Λακεδαιμονίους οι οποίοι αποφάσισαν να πλεύσουν στην Ρόδο. Είχαν την ελπίδα να προσεταιρισθούν το σπουδαίο αυτό νησί που είχε πολλούς ναύτες και πεζούς.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  2. (ως επίθετο) ναυτικός
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 270 (268-270)
    ξὺν ᾗ μ᾽ ἐκεῖνοι, παῖ, προθέντες ἐνθάδε | ᾤχοντ᾽ ἐρῆμον, ἡνίκ᾽ ἐκ τῆς ποντίας | Χρύσης κατέσχον δεῦρο ναυβάτῃ στόλῳ.
    Σε τέτοιο χάλι μ᾽ έβγαλαν εκείνοι | μονάχο εδώ και φύγανε, σαν ήρθαν | με τα καράβια απ᾽ το νησί της Χρύσας.
    Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία