→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ναύφθορος τὸ ναύφθορον
      γενική τοῦ/τῆς ναυφθόρου τοῦ ναυφθόρου
      δοτική τῷ/τῇ ναυφθόρ τῷ ναυφθόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ναύφθορον τὸ ναύφθορον
     κλητική ! ναύφθορε ναύφθορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ναύφθοροι τὰ ναύφθορ
      γενική τῶν ναυφθόρων τῶν ναυφθόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ναυφθόροις τοῖς ναυφθόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ναυφθόρους τὰ ναύφθορ
     κλητική ! ναύφθοροι ναύφθορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ναυφθόρω τὼ ναυφθόρω
      γεν-δοτ τοῖν ναυφθόροιν τοῖν ναυφθόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναύφθορος < ναῦς + φθείρω

  Επίθετο

επεξεργασία

ναύφθορος, -ος, -ον

  1. αυτός που έχει υποστεί φθορά, καταστροφή από πλοίο
  2. ο σχετικός με ναυαγό, ή ναυάγιο
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1539 (1537-1540)
    κἀν τῶιδε μόχθωι, τοῦτ᾽ ἄρα σκοπούμενοι, | Ἕλληνες ἄνδρες Μενέλεωι ξυνέμποροι | προσῆλθον ἀκτὰς ναυφθόροις ἠσκημένοι | πέπλοισιν, εὐειδεῖς μέν, αὐχμηροὶ δ᾽ ὁρᾶν.
    Κι ενώ δουλεύαμε έτσι, στ᾽ ακρογιάλι, θαρρείς και αυτό περίμεναν, | προβάλλουν Έλληνες, του Μενέλαου συντρόφοι, | κουρέλια απ᾽ το ναυάγιο φορώντας, | καλοί στην όψη, αλλά γεμάτοι λέρα.
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία