ναύφθορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαναύφθορος, -ος, -ον
- αυτός που έχει υποστεί φθορά, καταστροφή από πλοίο
- ο σχετικός με ναυαγό, ή ναυάγιο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1539 (1537-1540)
- κἀν τῶιδε μόχθωι, τοῦτ᾽ ἄρα σκοπούμενοι, | Ἕλληνες ἄνδρες Μενέλεωι ξυνέμποροι | προσῆλθον ἀκτὰς ναυφθόροις ἠσκημένοι | πέπλοισιν, εὐειδεῖς μέν, αὐχμηροὶ δ᾽ ὁρᾶν.
- Κι ενώ δουλεύαμε έτσι, στ᾽ ακρογιάλι, θαρρείς και αυτό περίμεναν, | προβάλλουν Έλληνες, του Μενέλαου συντρόφοι, | κουρέλια απ᾽ το ναυάγιο φορώντας, | καλοί στην όψη, αλλά γεμάτοι λέρα.
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- κἀν τῶιδε μόχθωι, τοῦτ᾽ ἄρα σκοπούμενοι, | Ἕλληνες ἄνδρες Μενέλεωι ξυνέμποροι | προσῆλθον ἀκτὰς ναυφθόροις ἠσκημένοι | πέπλοισιν, εὐειδεῖς μέν, αὐχμηροὶ δ᾽ ὁρᾶν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1539 (1537-1540)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ναύφθορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναύφθορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.