ναυσία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ναυσίᾱ | αἱ | ναυσίαι | ||||
γενική | τῆς | ναυσίᾱς | τῶν | ναυσιῶν | ||||
δοτική | τῇ | ναυσίᾳ | ταῖς | ναυσίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ναυσίᾱν | τὰς | ναυσίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ναυσίᾱ | ναυσίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναυσίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ναυσίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ναυσία (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναυσία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (ιατρική) ναυτία
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 3, 70.1 @scaife.perseus
- τὸ δὲ ἀφέψημα τῆς κόμης ποθὲν νεφριτικοῖς καὶ τοῖς περὶ κύστιν πάθεσιν ἁρμόζει διουρητικὸν ὑπάρχον, ἑρπετοδήκτοις δὲ δίδοται σὺν οἴνῳ καὶ καταμήνια ἄγει, ἐν πυρετοῖς τε ναυσίαν καὶ καῦσον στομάχου παραιτεῖται μετὰ ψυχροῦ ὕδατος πινόμενον.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis De fracturis, 2.24, 202, @scaife.perseus
- ναυσίαν γὰρ τὴν ναυτίαν ὀνομάζουσιν οἱ Ἴωνες
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 3, 70.1 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη ναῦς
Πηγές
επεξεργασία- ναυσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.