ἐπιναύσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐπιναύσιος, -ος, -ον
- που νοιώθει ναυτία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De dentitione, Section 3, @scaife.perseus
- 3. Τὰ πουλὺ διουρέοντα τῶν θηλαζόντων ἥκιστα ἐπιναύσια.
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 31.14.1, @scaife.perseus
- ταῦτα διαναγνοὺς ὁ Δημήτριος καὶ συννοήσας τὰς ὑποθέσεις, καὶ τίνες καὶ παρὰ τίνος εἰσίν, παραυτίκα προσποιηθεὶς ὡς ἐπιναύσιος γεγονὼς ἀπηλλάττετο, συμπροπεμπόντων αὐτὸν καὶ τῶν φίλων.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De dentitione, Section 3, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπιναύσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.