→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναυσίη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναυσίη θηλυκό

  • (ιατρική) ιωνικός τύπος του ναυτία
    ※  7ος πκε αιώνας Σημωνίδης ο Αμοργίνος, Απόσπασμα 7 West, στ. 54, (7.50-7.54)
    τὴν δ᾽ ἐκ γαλῆς, δύστηνον οἰζυρὸν γένος·
    κείνηι γὰρ οὔ τι καλὸν οὐδ᾽ ἐπίμερον
    πρόσεστιν οὐδὲ τερπνὸν οὐδ᾽ ἐράσμιον.
    εὐνῆς δ᾽ ἀδηνής ἐστιν ἀφροδισίης,
    τὸν δ᾽ ἄνδρα τὸν περῶντα ναυσίηι διδοῖ.
    Την άλλη από νυφίτσα, γενεά πρόστυχη·
    γλυκάδ᾽ αυτή δεν έχει, δέν εχει καλό,
    δεν έχει χάρη μηδέ στάλα πάνω της·
    και ωστόσο δεν χορταίνει χάδια και αγκαλιά
    και τον δικό της άνδρ᾽ αηδιάζει τον.
    Μετάφραση: Σίμος Μενάρδος @greek-language.gr