ναυσίη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναυσίη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναυσίη θηλυκό
- (ιατρική) ιωνικός τύπος του ναυτία
- ※ 7ος πκε αιώνας Σημωνίδης ο Αμοργίνος, Απόσπασμα 7 West, στ. 54, (7.50-7.54)
- τὴν δ᾽ ἐκ γαλῆς, δύστηνον οἰζυρὸν γένος·
κείνηι γὰρ οὔ τι καλὸν οὐδ᾽ ἐπίμερον
πρόσεστιν οὐδὲ τερπνὸν οὐδ᾽ ἐράσμιον.
εὐνῆς δ᾽ ἀδηνής ἐστιν ἀφροδισίης,
τὸν δ᾽ ἄνδρα τὸν περῶντα ναυσίηι διδοῖ.- Την άλλη από νυφίτσα, γενεά πρόστυχη·
γλυκάδ᾽ αυτή δεν έχει, δέν εχει καλό,
δεν έχει χάρη μηδέ στάλα πάνω της·
και ωστόσο δεν χορταίνει χάδια και αγκαλιά
και τον δικό της άνδρ᾽ αηδιάζει τον. - Μετάφραση: Σίμος Μενάρδος @greek-language.gr
- Την άλλη από νυφίτσα, γενεά πρόστυχη·
- τὴν δ᾽ ἐκ γαλῆς, δύστηνον οἰζυρὸν γένος·
- ※ 7ος πκε αιώνας Σημωνίδης ο Αμοργίνος, Απόσπασμα 7 West, στ. 54, (7.50-7.54)
Πηγές
επεξεργασία- ναυτία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναυτία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.