Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
νεω- < ιωνικός: νηο- (ναο-)
ονομαστική νεώς οἱ νε
      γενική τοῦ νεώ τῶν νεών
      δοτική τῷ νε τοῖς νεῴς
    αιτιατική τὸν νεών τοὺς νεώς
     κλητική ! νεώς νε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεώ
γεν-δοτ τοῖν  νεῴν
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'νεώς' όπως «νεώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεώς αρσενικό

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

νεώς θηλυκό