Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυκληρία οι ναυκληρίες
      γενική της ναυκληρίας των ναυκληριών
    αιτιατική τη ναυκληρία τις ναυκληρίες
     κλητική ναυκληρία ναυκληρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυκληρία < αρχαία ελληνική ναυκληρία < ναύκληρος < ναῦς + κλῆρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /naf.kliˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναυ‐κλη‐ρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναυκληρία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ναυκληρί αἱ ναυκληρίαι
      γενική τῆς ναυκληρίᾱς τῶν ναυκληριῶν
      δοτική τῇ ναυκληρί ταῖς ναυκληρίαις
    αιτιατική τὴν ναυκληρίᾱν τὰς ναυκληρίᾱς
     κλητική ! ναυκληρί ναυκληρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυκληρί
γεν-δοτ τοῖν  ναυκληρίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυκληρία < ναύκληρος + -ία < ναῦς + κλῆρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναυκληρία θηλυκό

  1. η κατοχή ή ιδιοκτησία ενός πλοίου
  2. (κατ’ επέκταση) η ναυτική ζωή
  3. (κατ’ επέκταση) (λογοτεχνικό) ναυτικό ταξίδι
  4. (μετωνυμία) πλοίο

  Πηγές επεξεργασία