ναυκληρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναυκληρία < αρχαία ελληνική ναυκληρία < ναύκληρος < ναῦς + κλῆρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /naf.kliˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναυ‐κλη‐ρί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναυκληρία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ναύκληρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυκληρία
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ναυκληρίᾱ | αἱ | ναυκληρίαι |
γενική | τῆς | ναυκληρίᾱς | τῶν | ναυκληριῶν |
δοτική | τῇ | ναυκληρίᾳ | ταῖς | ναυκληρίαις |
αιτιατική | τὴν | ναυκληρίᾱν | τὰς | ναυκληρίᾱς |
κλητική ὦ! | ναυκληρίᾱ | ναυκληρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναυκληρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ναυκληρίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναυκληρία θηλυκό
- η κατοχή ή ιδιοκτησία ενός πλοίου
- (κατ’ επέκταση) η ναυτική ζωή
- (κατ’ επέκταση) (λογοτεχνικό) ναυτικό ταξίδι
- (μετωνυμία) πλοίο
Πηγές επεξεργασία
- ναυκληρία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναυκληρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.