νεωρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεωρός αρσενικό
- ο υπεύθυνος για την φροντίδα των πλοίων σε ένα χώρο ελλιμενισμού
- νεωρός· νεωριοφύλαξ (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ν )