Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεωρίς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεωρίς
<
νεωρός
<
ναῦς
(γεν.
νεώς
) +
ὤρα
(
φροντίδα
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεωρίς
θηλυκό
χώρος ελλιμενισμού και φροντίδας των πλοίων
Συνώνυμα
επεξεργασία
νεώριον