Ετυμολογία

επεξεργασία
νεωρίς < νεωρός < ναῦς (γεν. νεώς) + ὤρα (φροντίδα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεωρίς θηλυκό

  • χώρος ελλιμενισμού και φροντίδας των πλοίων

Συνώνυμα

επεξεργασία