οικίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαοικίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οικίζω | οίκιζα | θα οικίζω | να οικίζω | οικίζοντας | |
β' ενικ. | οικίζεις | οίκιζες | θα οικίζεις | να οικίζεις | οίκιζε | |
γ' ενικ. | οικίζει | οίκιζε | θα οικίζει | να οικίζει | ||
α' πληθ. | οικίζουμε | οικίζαμε | θα οικίζουμε | να οικίζουμε | ||
β' πληθ. | οικίζετε | οικίζατε | θα οικίζετε | να οικίζετε | οικίζετε | |
γ' πληθ. | οικίζουν(ε) | οίκιζαν οικίζαν(ε) |
θα οικίζουν(ε) | να οικίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οίκισα | θα οικίσω | να οικίσω | οικίσει | ||
β' ενικ. | οίκισες | θα οικίσεις | να οικίσεις | οίκισε | ||
γ' ενικ. | οίκισε | θα οικίσει | να οικίσει | |||
α' πληθ. | οικίσαμε | θα οικίσουμε | να οικίσουμε | |||
β' πληθ. | οικίσατε | θα οικίσετε | να οικίσετε | οικίστε | ||
γ' πληθ. | οίκισαν οικίσαν(ε) |
θα οικίσουν(ε) | να οικίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οικίσει | είχα οικίσει | θα έχω οικίσει | να έχω οικίσει | ||
β' ενικ. | έχεις οικίσει | είχες οικίσει | θα έχεις οικίσει | να έχεις οικίσει | ||
γ' ενικ. | έχει οικίσει | είχε οικίσει | θα έχει οικίσει | να έχει οικίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οικίσει | είχαμε οικίσει | θα έχουμε οικίσει | να έχουμε οικίσει | ||
β' πληθ. | έχετε οικίσει | είχατε οικίσει | θα έχετε οικίσει | να έχετε οικίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οικίσει | είχαν οικίσει | θα έχουν οικίσει | να έχουν οικίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία οικίζω
→ δείτε τη λέξη αποικίζω |