Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινωφελής η κοινωφελής το κοινωφελές
      γενική του κοινωφελούς* της κοινωφελούς του κοινωφελούς
    αιτιατική τον κοινωφελή την κοινωφελή το κοινωφελές
     κλητική κοινωφελή(ς) κοινωφελής κοινωφελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινωφελείς οι κοινωφελείς τα κοινωφελή
      γενική των κοινωφελών των κοινωφελών των κοινωφελών
    αιτιατική τους κοινωφελείς τις κοινωφελείς τα κοινωφελή
     κλητική κοινωφελείς κοινωφελείς κοινωφελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινωφελής < ελληνιστική κοινή κοινωφελής < αρχαία ελληνική κοινός + ὠφελέω / ὠφελῶ

  Επίθετο επεξεργασία

κοινωφελής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία