ενικός         πληθυντικός  
caritatevole caritatevoli

  Ετυμολογία

επεξεργασία
caritatevole < carità + -evole

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ri.taˈte.vo.le/

  Επίθετο

επεξεργασία

caritatevole (it)