κοινωφέλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινωφέλεια < (ελληνιστική κοινή) κοινωφέλεια / κοινωφελία < αρχαία ελληνική κοινός + ὠφελέω / ὠφελῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοινωφέλεια θηλυκό
- (λόγιο) η συνεισφορά στο κοινό καλό, η ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κοινωφελής, κοινός και ωφελώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοινωφέλεια
|