Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιδιωφέλεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ιδιωφέλει
α
οι
ιδιωφέλει
ες
γενική
της
ιδιωφέλει
ας
των
ιδιωφελει
ών
αιτιατική
την
ιδιωφέλει
α
τις
ιδιωφέλει
ες
κλητική
ιδιωφέλει
α
ιδιωφέλει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιδιωφέλεια
<
ιδιωφελής
+
-εια
<
ελληνιστική κοινή
ἰδιωφελής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιδιωφέλεια
θηλυκό
(
λόγιο
) το να είναι κάποιος
ιδιωφελής
, η
ατομική
/
ιδιωτική
ωφέλεια
Αντώνυμα
επεξεργασία
κοινωφέλεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιδιωφέλεια