ιδιωφέλεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδιωφέλεια < ιδιωφελής + -εια < ελληνιστική κοινή ἰδιωφελής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιδιωφέλεια θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδιωφέλεια
|
ιδιωφέλεια θηλυκό
|