Δείτε επίσης: ἰδιωφελής
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιωφελής η ιδιωφελής το ιδιωφελές
      γενική του ιδιωφελούς* της ιδιωφελούς του ιδιωφελούς
    αιτιατική τον ιδιωφελή την ιδιωφελή το ιδιωφελές
     κλητική ιδιωφελή(ς) ιδιωφελής ιδιωφελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιωφελείς οι ιδιωφελείς τα ιδιωφελή
      γενική των ιδιωφελών των ιδιωφελών των ιδιωφελών
    αιτιατική τους ιδιωφελείς τις ιδιωφελείς τα ιδιωφελή
     κλητική ιδιωφελείς ιδιωφελείς ιδιωφελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ιδιωφελής

  1. που είναι ωφέλιμος μόνο για τον εαυτό του, που αποφέρει ατομική ωφέλεια
  2. συμφεροντολόγος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. {{Π:Μπαμπινιώτης 2002