κοινωφελή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
κοινωφελή
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του κοινωφελής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοινωφελής